περιοριστικός

περιοριστικός
-ή, -ό / περιοριστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [περιορίζω]
αυτός που καθορίζει, που επιβάλλει όρια
νεοελλ.
1. δεσμευτικός, κατασταλτικός («επιβλήθηκαν περιοριστικά μέτρα»)
2. φρ. «περιοριστικές κρίσεις»
(λογ.) οι κρίσεις τών οποίων το κατηγορούμενο εκφράζεται με αρνητική έννοια και, επομένως, περιορίζεται σε μία μόνο ιδιότητα τού υποκειμένου
μσν.-αρχ.
ο κατάλληλος να καθορίζει, να προσδιορίζει κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιοριστικός — serving to determine masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοριστικός — ή, ό αυτός που περιορίζει, δεσμευτικός: Περιοριστικές διατάξεις του νόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιοριστικά — περιοριστικός serving to determine neut nom/voc/acc pl περιοριστικά̱ , περιοριστικός serving to determine fem nom/voc/acc dual περιοριστικά̱ , περιοριστικός serving to determine fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοριστικόν — περιοριστικός serving to determine masc acc sg περιοριστικός serving to determine neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοριστικοί — περιοριστικός serving to determine masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… …   Dictionary of Greek

  • αγγειοσυσταλτικός — ή, ό (Φυσιολ.) λέγεται για αγγειοδραστικές ορμονικές ουσίες που προκαλούν στένωση (συστολή) τών αγγείων, καθώς και για αγγειοκινητικά νεύρα που έχουν ανάλογη δράση στα αγγεία, με τη μεσολάβηση όμως και πάλι αγγειοδραστικών ουσιών. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • γραφιστική — Ο όρος αποτελεί απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού όρουγκράφικ ντιζάιν (graphic design) που επινόησε στη δεκαετία του 1920 ο Γουίλιαμ Άντισον Ντουίγκινς (William Addison Dwiggins) –χρησιμοποιώντας δύο αγγλικές λέξεις με προέλευση η μία από τα… …   Dictionary of Greek

  • επεκτικός — ἐπεκτικός, ή, όν (Α) [επέχω] περιοριστικός …   Dictionary of Greek

  • κολαστικός — ή, ό (AM κολαστικός, ή όν) [κολαστής] ο σχετικός με τον κολασμό, κολαστήριος, κατάλληλος στο να τιμωρεί («τὸ δὲ κολαστικὸν ἐρινυῶδες καὶ δαιμονικόν, οὐ θεῑον δὲ οὐδἐ Ολύμπιον», Πλούτ.) (νεοελλ) αυτός που γίνεται για μετριασμό, περισταλτικός,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”